Η διαπαιδαγώγηση των παιδιών στην αρχαία Ελλάδα


Τα Βλεφαρίσματα κάνουν ένα ταξίδι στον χρόνο, στα χρόνια των αρχαίων Ελλήνων.  Θέμα μας η διαπαιδαγώγηση των παιδιών τα χρόνια που φιλόσοφοί μας όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας διδάσκανε την υπέρτατη γνώση τους στα παιδιά και τους εφήβους. Πως ένας Αριστοτέλης παίδευσε ως παιδί τον Αλέξανδρο για να του μεταφέρει το "Ευ ζην".

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της κοινωνικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων είναι και το σχετικό με την ανατροφή και τη διδασκαλία των παιδιών και των εφήβων, στην οποία οι νομοθέτες έδιναν μεγάλη σημασία.

Πρώτα απ’ όλα, μετά τη γέννηση του παιδιού και αφού περνούσαν πέντε ή έξι ημέρες, γινόταν στο σπίτι του βρέφους από τους γονείς μια τελετή, που λεγόταν αμφιδρόμια. Κατά την τελετή αυτή, η παραμάνα έπαιρνε το παιδί στα χέρια της και έκανε μαζί του το γύρο του τζακιού, που ήταν αναμμένο. Φυσικά, τα τζάκια δεν ήταν όπως τα ξέρουμε σήμερα στον τοίχο. Ήταν στο κέντρο του σπιτιού και γι’ αυτό έκανε ένα γύρο από αυτό. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, δίνονταν μεγαλοπρεπές δείπνο στους γονείς και τους φίλους. Στο τέλος οι γονείς κρεμούσαν στην πόρτα του σπιτιού τους ένα συμβολικό στεφάνι από ελιά, αν ήταν αγόρι ή ένα κουβάρι μαλλιά, αν ήταν κορίτσι.

Δέκα μέρες μετά τη γέννηση γινόταν πάλι στο σπίτι του βρέφους μία νέα τελετή, η δεκάτη, που τελείωνε και αυτή με δείπνο. Τότε έδιναν στο βρέφος και το όνομά του. Την ίδια ώρα αναγνωρίζονταν από τον πατέρα του ως γνήσιο και νόμιμο τέκνο του. Κατά την τελετή αυτή, το μωρό έπαιρνε συνήθως το όνομα του παππού του ή της γιαγιάς του, όπως συμβαίνει και σήμερα, ή το όνομα κάποιου θεού και το παιδί έμπαινε υπό την προστασία του.

Επακολουθούσε κατόπιν θυσία στη θεά των γεννήσεων και οι καλεσμένοι, προτού φύγουν, πρόσφεραν στο μεν βρέφος παιχνίδια από μέταλλο ή άργυρο, στη δε μητέρα διάφορα αγγεία, μικρά και μεγάλα, ζωγραφισμένα με σπάνιες παραστάσεις.

Οι κούνιες που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για τα μικρά τους, ήταν σχεδόν πανομοιότυπες με τις σημερινές. Υπήρχε, όμως, και ένα είδος κούνιας άγνωστο σε μας. Οι κούνιες αυτές ήταν καμωμένες από κλαδιά λυγαριάς και είχαν σχήμα παπουτσιού. Μέσα σ’ αυτές έβαζαν το βρέφος, τις κρεμούσαν με ένα σχοινί από το ταβάνι και τις κουνούσαν στον αέρα!

Για να κοιμήσουν τα παιδιά, τους έλεγαν και τότε νανουρίσματα τα λεγόμενα βαυκαλίσματα. Στην εποχή του Ομήρου οι πλούσιοι έπαιρναν για τα παιδιά τους, όπως και σήμερα παραμάνες, που ονομάζονταν τιτθαί. Οι παραμάνες αυτές έπρεπε να είναι όχι μόνον όμορφες, αλλά και εύρωστες να μην έχουν αρρωστήσει ποτέ και να αγαπούν τα παιδιά.

Η πιο δυναμωτική τροφή για τα μικρά, εθεωρείτο τότε το μυαλό των ζώων. Επίσης τους έδιναν άφθονα φρούτα και ένα είδος χυλού, από αλεύρι σιταριού, που το έβραζαν με γάλα και μέλι. Τα μικρά τα τάιζαν πολλές φορές την ημέρα, αλλά από λίγο και ορισμένες ώρες. Η παραμάνα κοιμόταν δίπλα στην κούνια τους και την θεωρούσαν μέλος της οικογένειας. Ποτέ δεν την διέταζαν και δεν ανακατεύονταν στα καθήκοντά της. Ακόμα και σκλάβα να ήταν η παραμάνα που έπαιρνε ένα σπίτι, την απελευθέρωναν και κατόπιν της έδιναν να νταντέψει το παιδί. Η παραμάνα έπαιρνε μεγάλο μισθό και αν πέθαινε το παιδί ή γινόταν άνδρας, συνέχιζε να παραμένει κοντά στην οικογένεια μέχρι τον θάνατό της.

Τα παιχνίδια των παιδιών εποίκιλαν ανάλογα με την ηλικία τους. Πολλά απ’ αυτά πουλιώταν στην αγορά, όπως οι κούκλες, που οι κατασκευαστές τους λεγότανε κοροπλάστες (πλάθω + κόρη). Στην αγορά εύρισκε κανείς ακόμη και ομοιώματα ζώων, χελώνων, λαγών, πιθήκων, χηνών και πολλά άλλα. Επίσης οι γονείς αγόραζαν και χάριζαν στα παιδιά τους μικρά καροτσάκια από ξύλο, που τα έσερναν σκύλοι ή άλλα ζώα.

Υπήρχαν μάλιστα ορισμένες μέρες του χρόνου, που ο πατέρας ή η μητέρα, ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν δώρα στα μικρά τους. Οι μέρες αυτές ήταν στις εορτές της άνοιξης και στα «Παναθήναια». Επίσης, όταν το παιδί είχε τα γενέθλιά του ή συμπλήρωνε τα δέκα του χρόνια ή πήγαινε για πρώτη φορά στο δάσκαλο ή, τέλος, όταν πρωτοφορούσε τον εφηβικό χιτώνα.

Αγόρια και κορίτσια, ως τα εφτά τους χρόνια, μεγάλωναν μαζί, με την άγρυπνη επίβλεψη της μητέρας και της παραμάνας. Κατόπιν οι κοπέλες έμεναν στο γυναικωνίτη, όπου μάθαιναν να κεντούν και να πλέκουν και τα αγόρια παραδίδονταν στον Παιδαγωγό. Ο παιδαγωγός ήταν υποχρεωμένος να τους διδάσκει προπάντων τρόπους συμπεριφοράς και να τα συνοδεύει από το σπίτι του μέχρι το γραμματοδιδάσκαλο. Στην αρχαία Ελλάδα, η εκπαίδευση βρισκόταν στα χέρια των ιδιωτικών διδασκάλων, γιατί δεν υπήρχαν δημόσια σχολεία.

Φυσικά, η πόλη – κράτος δεν έμενε αδιάφορη για τις συνθήκες υπό τις οποίες εξασφαλίζονταν η εκπαίδευση τουλάχιστον από την άποψη της ηθικής. Οι άρχοντες της πόλης και οι στρατηγοί αγρυπνούσαν για τη σωστή μόρφωση των παιδιών. Έπρεπε να καλλιεργήσουν στην ψυχή των παιδιών την αφοσίωση στα ιδανικά της δημοκρατίας, την αγάπη στην πατρίδα, για την οποία έπρεπε να αγωνιστούν, όταν υπάρξει ανάγκη, για να μείνει ελεύθερη και να θυσιάσουν την ζωή τους, αν χρειαστεί, γι’ αυτήν.

Στο σχολείο οι μαθητές τότε μάθαιναν ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, γυμναστική, μουσική και ζωγραφική. Για να μάθει στους μαθητές του γραφή, ο δάσκαλος έγραφε πρώτα ο ίδιος τα γράμματα πάνω σε πινακίδες και έπειτα ζητούσε από τους μαθητές να τα αντιγράψουν ή οδηγούσε ο ίδιος το χέρι τους ώσπου να συνηθίσουν. Οι πινακίδες, όπου επάνω τους έγραφαν, ήταν από ξύλο λεπτό (σαν σανίδα) σκεπασμένο με κερί. Για γραφίδα χρησιμοποιούσαν ένα μυτερό κοντύλι, το λεγόμενο στύλο (από αυτό βγήκε η λέξη στυλό). Το στύλο αυτό ήταν κατασκευασμένο από μέταλλο ή ελεφαντόδοντο. Η άλλη άκρη, η αντίθετη ήταν πλατιά σαν μικρή ξύστρα και χρησίμευε για το σβήσιμο των γραμμάτων ξύνοντάς τα. Τις πινακίδες τις έπαιρναν και τις έδεναν, τις περισσότερες φορές, τη μία πάνω στην άλλη σε σχήμα βιβλίου, οπότε ονομάζονταν δέλτοι. Γι’ αυτό ακούμε σήμερα τη φράση: «Αυτό θα γραφή εις τας δέλτους της ιστορίας».

Επίσης, οι αρχαίοι Έλληνες, για να γράψουν, ως χαρτί μεταχειρίζονταν και τον αιγυπτιακό πάπυρο, από τον οποίο κατασκεύαζαν χαρτί με τον εξής τρόπο: έκοβαν, δηλαδή, το στέλεχος (κοτσάνι) του (φυτού) παπύρου κατά μήκος σε φύλλα εκτάσεως τριών ή τεσσάρων σπιθαμών. Τα έβαζαν στο νερό σε λεκάνες επί έξι – επτά ώρες. Τα κολλούσαν αφού τα καθάριζαν από την ψίχα, τα τοποθετούσαν το ένα δίπλα στο άλλο και κατόπιν τα πίεζαν κατά μήκος με ένα κύλινδρο από ξύλο. Σχηματίζονταν ένα στέρεο σώμα. Το άφηναν να ξεραθεί και ήταν έτοιμο το χαρτί για να γράψουν. Στο Μουσείο Παπύρου στο Κάιρο μας έδειξαν τον τρόπο κατασκευής του.

Κάποια εποχή απαγορεύτηκε η εξαγωγή παπύρου από την Αίγυπτο. Τότε στην πόλη Πέργαμο της Μ. Ασίας πέτυχαν να κατασκευάσουν γραφική ύλη (είδος κόλλας) από δέρμα γίδας ή μοσχαριού, που ονομάστηκε Περγαμηνή. Αργότερα από τέτοια δέρματα κατασκεύαζαν τίτλους υψηλών ιδρυμάτων και Πανεπιστημίων. Και, όταν ήθελαν να πουν για κάποιον, ότι έκανε πολλές σπουδές, έλεγαν: αυτός έχει πολλές περγαμηνές…
Όσο για τη μελάνη, την κατασκεύαζαν από ένα είδος μαύρης βαφής, που την διατηρούσαν μέσα σε μικρά δοχεία, τα οποία ονομάζονταν μελανοδόχοι. Όπως τα γνωστά μελανοδοχεία, που είχαμε στις ημέρες μας. Μετά βγήκαν τα σημερινά στυλό, οπότε έπαψαν να υπάρχουν μελανοδοχεία…

Μετά τα βασικά γράμματα, οι έφηβοι της αρχαίας Ελλάδας άρχιζαν τη μελέτη των αρχαίων ποιητών και κυρίως του Ομήρου.


Είναι χαμένη η μέρα που δεν γέλασες 



Πηγή/κατασκευαστής: ellas2.wordpress.com/2014/01/11/paidiaarxaiaellada